- θαλασσοβάτης
- ο (Μ θαλασσοβάτης), νεοελλ. μικρό νηκτικό πτηνό τού Β. Ατλαντικούμσν.αυτός που διαβαίνει τη θάλασσα («θαλασσοβάτης Ἀλφειός» — γιατί σύμφωνα με τη μυθολογία διαπερνούσε το Ιόνιο κι έβγαινε στη Σικελία).[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο-* + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. δια-βάτης, ναυ-βάτης].
Dictionary of Greek. 2013.